- απανωλαδιά
- κ. πανωλαδιά, η1. λάδι ή άλλο λιπαρό ρευστό στην επιφάνεια άλλου υγρού ή φαγητού2. φρ. «βγήκε απανωλαδιά» — βγήκε λάδι, κατόρθωσε να κρύψει την ενοχή του3. καλή σοδειά λαδιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επάνω — και πάνω και απάνω και πάνου και (ε)πά (AM ἐπάνω, Μ και πάνω και ἀπάνω και πάνου και [έ]πά) (επίρρ. συχνά και ως πρόθ.) 1. ψηλά, στο πάνω μέρος ή στην πάνω επιφάνεια («ἐπάνω κατακεισόμεθ ἡμεῑς», Αριστοφ.) 2. (με άρθρο) ως επίθ. αυτός που… … Dictionary of Greek